Κορνήλιος

Κορνήλιος
Κορνήλιος
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Κορνήλιος — (; – Τσεντουμτσέλε 253). Πάπας της Ρώμης (251 253). Διαδέχθηκε στην παπική έδρα τον Φαβιανό, ο οποίος ανακηρύχθηκε άγιος. Ειρηνικός και μετριοπαθής, υποστήριζε ότι εκείνοι που αποστάτησαν από την Εκκλησία κατά τον διωγμό του Δεκίου και αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Κορνήλιος Νέπος — (Cornelius Nepos, Άλπεις 100 – 24 π.Χ.). Ρωμαίος βιογράφος και ιστορικός. Καταγόταν από την «εντεύθεν των Άλπεων Γαλατία» και έζησε στη Ρώμη, όπου αφοσιώθηκε στις μελέτες και στη συγγραφή των έργων του. Στενοί του φίλοι ήταν ο Αττικός, ο Κικέρων… …   Dictionary of Greek

  • Σκιπίων Αφρικανός Πόπλιος Κορνήλιος — (Publius Cornelius Scipio Africanus) (235 183 π.Χ.). Το 211 στάλθηκε στην Ισπανία για ν’ αντικαταστήσει τον πατέρα του και το θείο του που είχαν σκοτωθεί, και κατόρθωσε μέσα σε λίγα χρόνια να την αποσπάσει από την καρχηδονιακή επιρροή. Το 205 π.Χ …   Dictionary of Greek

  • Καστοριάδης, Κορνήλιος — (Κωνσταντινούπολη 1922 – Παρίσι 1997). Φιλόσοφος. Εγκαταστάθηκε σε μικρή ηλικία στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά, οικονομικά και φιλοσοφία. Από τα φοιτητικά του χρόνια σύχναζε στον κύκλο του Αρχείου Φιλοσοφίας, μέλη του οποίου ήταν, μεταξύ άλλων …   Dictionary of Greek

  • Σύλλας, Λεύκιος Κορνήλιος — (Lucius Cornelius Silla). Ρωμαίος πολιτικός και στρατηγός (138 π.Χ. 78 π.Χ.). Από ξεπεσμένη οικογένεια πατρικίων, ενδιαφέρθηκε για την πολιτική μόνο σε ηλικία 50 ετών· ως τότε τον απασχολούσαν μόνο οι διασκεδάσεις, αν και είχε καταλάβει και… …   Dictionary of Greek

  • Σκιπίων Πόπλιος Κορνήλιος — (Publius Cornelius Scipio). Ύπατος το 218· προσπάθησε ν’ ανακόψει την πορεία του Αννίβα στην Ιταλία κοντά στο Τίκινο, αλλά νικήθηκε και τραυματίστηκε. Μεταξύ 216 και 212 κατάλαβε μεγάλο μέρος της Ισπανίας, αλλά ηττήθηκε και σκοτώθηκε το 211, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • Φέλτον, Κορνήλιος — (Felton, 1807 – 1862). Αμερικανός αρχαιολόγος και ιστορικός. Διετέλεσε καθηγητής της ελληνικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ. Επισκέφτηκε δύο φορές την Ελλάδα, το 1853 και το 1858, και μελέτησε τους νέους Έλληνες συγγραφείς. Ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Φρόντων, Μάρκος Κορνήλιος — (Marcus Cornelius Fronto, Τσίρτα, Νουμιδία περ. 100 – περ. 170 μ.Χ.). Ρωμαίος ρήτορας. Από οικογένεια ιταλικής καταγωγής, πήγε στη Ρώμη όπου αναδείχτηκε δικηγόρος την εποχή του Αδριανού. Στη συνέχεια διορίστηκε από τον Αντωνίνο Πίο παιδαγωγός των …   Dictionary of Greek

  • Κορνηλίω — Κορνήλιος masc nom/voc/acc dual Κορνήλιος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορνηλίου — Κορνήλιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”